- τραγανός
- η , ό[ν]1) хрящевой; 2) см. τραγανιστός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγανός — masc nom sg τραγανός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
τραγανός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με χοντρό, λιγάκι σκληρός. 2. αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανιστός: Τραγανό κεράσι. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγανός τραχανάς. 4. το ουδ. ως ουσ., τραγανό χόντρος (μύτης, αυτιού κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγανά — τραγανός neut nom/voc/acc pl τραγανά̱ , τραγανός fem nom/voc/acc dual τραγανά̱ , τραγανός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγανῶν — τραγανός fem gen pl τραγανός masc/neut gen pl τραγανός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγανόν — τραγανός masc acc sg τραγανός neut nom/voc/acc sg τραγανός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγανῷ — τραγανός masc/neut dat sg τραγανός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tarhana — (Turkish), tarkhina, tarkhana, tarkhwana (Persian ترخینه، ترخانه، ترخوانه), trachanas/trahanas (Greek τραχανάς) or (xino)chondros ((ξυνό)χονδρος), трахана/тархана (Bulgarian), kishk (Egypt), or kushuk (Iraq) are dried foods based on a fermented… … Wikipedia
Tarhana — Dos tipos de tarhana: con yogur (izquierda) y de trigo integral de Creta (derecha). Tarhana Çorbası (turco), trachanas (griego τραχανάς) o (xino)chondros ((ξυνό)χονδρος), kishk (Egipto), o kushuk (Irak) son alimentos secos durante la fermentación … Wikipedia Español
κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek